διαταράσσει

διαταράσσει
διαταράσσω
throw into confusion
pres ind mp 2nd sg
διαταράσσω
throw into confusion
pres ind act 3rd sg
διαταράσσω
throw into confusion
pres ind mp 2nd sg
διαταράσσω
throw into confusion
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αδένωμα — Καλοήθης όγκος ενός αδένα που εμφανίζεται σε διάφορα αδενοφόρα όργανα (μαστοί, στομάχι, νεφρά, θυρεοειδής κλπ.). Ανάλογα με το μέρος όπου εμφανίζεται, παίρνει και την ονομασία του, όπως π.χ. προστατικό α., μαστικό α. κλπ. Τo α. πιέζει τους… …   Dictionary of Greek

  • ανάγλυφο — I (Τεχν.).Γλυπτή παράσταση πάνω σε επίπεδη επιφάνεια. Γενικά, α. ονομάζεται το έργο τέχνης που φιλοτεχνείται σε πλάκα από μάρμαρο ή χαλκό ή, πιο σπάνια, άργυρο, χρυσό ή ελεφαντόδοντο.Η αδιάρρηκτη σύνδεση της εικόνας με την επίπεδη επιφάνεια, που… …   Dictionary of Greek

  • αναδευτής — ο (θηλ. εύτρια και εύτρα) [αναδεύω] 1. αυτός που αναδεύει, που ανακατεύει 2. αυτός που διαταράσσει την ησυχία με ραδιουργίες, ραδιούργος, ταραξίας …   Dictionary of Greek

  • διαταράκτης — ο αυτός που διαταράσσει την τάξη, ο ταραξίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό] …   Dictionary of Greek

  • διαταρακτικός — ή, ό αυτός που έχει την ιδιότητα να διαταράσσει, να προκαλεί διαταραχές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • επεισόδιο — το (Α ἐπεισόδιον) 1. το διαλογικό μέρος τού αρχαίου δράματος μεταξύ δύο χορικών ασμάτων 2. γεγονός που παρεμβάλλεται στη συνέχεια, (η συνοχή ή την τάξη ενός συνόλου «ζωηρά επεισόδια στη διάρκεια τής τελετής» «ἐπεισόδια... οἷον νεῶν κατάλογος»,… …   Dictionary of Greek

  • ηλεός — ἠλεός, ή, ὸν και αιολ. τ. ἆλλος, η, ον (Α) 1. αυτός που έχει σύγχυση στον νου, μαινόμενος, άφρων, μωρός, ηλίθιος 2. αυτός που διαταράσσει τον νου («οἶνος γὰρ ἀνώγει ἠλεός», Ομ. Οδ.) 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἠλεά ανόητα, με αφροσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ηχώ — Φαινόμενο ανάκλασης του ήχου, κατά το οποίο ένας ήχος ακούγεται επαναλαμβανόμενος ακόμα και πολλές φορές –ολόκληρος ή ένα μέρος του– ορισμένο χρόνο μετά τη στιγμή της εκπομπής του. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται όταν o ήχος –ο οποίος διαδίδεται… …   Dictionary of Greek

  • μαγνητόφωνο — Συσκευή, η λειτουργία της οποίας βασίζεται σε μαγνητικά φαινόμενα και η οποία χρησιμοποιείται για την εγγραφή, σε ειδική ταινία, και την αναπαραγωγή ήχων. Ουσιαστικά βασίζεται στη δυνατότητα μαγνήτισης εξ επαγωγής ενός στρώματος οξειδίου του… …   Dictionary of Greek

  • μετεωριστικός — μετεωριστικός, ή, όν (ΑΜ) [μετεωρίζω] μσν. διασκεδαστικός, αστείος αρχ. αυτός που διαταράσσει το πνεύμα. επίρρ... μετεωριστικῶς (Μ) αστεία, πειρακτικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”